θεηγόρος

θεηγόρος
θεηγόρος
one who discourses of God
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεηγόρος — θεηγόρος, ον (AM) 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον θεό 2. αυτός που εμπνέεται από τον θεό 3. αυτός που λέγεται ή λέχθηκε από τον θεό 3. το αρσ. ως ουσ. ό θεηγόρος ο θεολόγος. επίρρ... θεηγόρως θεολογικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + …   Dictionary of Greek

  • θεηγόρε — θεηγόρος one who discourses of God masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόροι — θεηγόρος one who discourses of God masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόροις — θεηγόρος one who discourses of God masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόρον — θεηγόρος one who discourses of God masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόρου — θεηγόρος one who discourses of God masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόρους — θεηγόρος one who discourses of God masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόρων — θεηγόρος one who discourses of God masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεηγόρῳ — θεηγόρος one who discourses of God masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • богоглаголивыи — (3*) пр. Говорящий о боге: тако(ж) и бог҃ливыи Павелъ прѣтѩ гл҃ть (ϑεηγόρος) ГА XIII XIV, 70а; б҃ъ же присно сыи. ˫ако же вѣща бог҃ливыи диѡнисии весь в собѣ быти вспри˫атъ. ГБ XIV, 6а; ѡ(т) б҃гогл҃ивыхъ ап(с)лъ. и бж(с)твеныхъ ѡц҃ь (ϑεηγόρων)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”